- αλατοποίηση
- ηη μετατροπή του θαλάσσιου νερού σε αλάτι με τη μέθοδο τής εξάτμισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλατοποιώ.ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιήσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατοποιήσιμος — η, ο [αλατοποίηση] 1. ο επιδεκτικός αλατοποιήσεως 2. ο κατάλληλος για αλατοποίηση … Dictionary of Greek
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
αλατοποιώ — [αλατοποιός] 1. μετατρέπω, με εξάτμιση, το θαλάσσιο νερό σε αλάτι 2. μέσ. είμαι πρόσφορος σε αλατοποίηση … Dictionary of Greek